- ευλογοφάνεια
- akla uygunluk, mantıklı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ευλογοφάνεια — η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) [ευλογοφανής] το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek